- ὑπομήτριος
- ὑπομήτριος, ον,A in the mother's womb, Max.186.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομήτριος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ακόμη στη μήτρα τής μητέρας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήτρα + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
ὑπομήτριον — ὑπομήτριος in the mother s womb masc/fem acc sg ὑπομήτριος in the mother s womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)